Get Adobe Flash player

Eπιθυμητές ΄η ιδανικές τιμές επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα©

alt

alt

alt

Μαντάς Γεώργιος, Ιατρός, Βιοπαθολόγος-Μικροβιολόγος, Ασκληπιού 9 , Ναύπλιο, Τ.Κ. 21100Τηλ. Εργαστηρίου / FAX : 27520-24768Κινητό : 6987400028

email : bioanalysis83@gmail.com

alt
alt

Με τον όρο βιταμίνη D εννοείται η βιταμίνη D2 (φυτικής προέλευσης) και βιταμίνη D3. Η βιταμίνη D3 φωτοσυντίθεται στην επιδερμίδα, όταν η 7-διυδροχοληστερόλη (προβιταμίνη D3) μετατρέπεται σε βιταμίνη D3. υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β του ηλιακού φωτός.

 

Αν τούτο δεν είναι εφικτό οι ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη D3 καλύπτονται από τη λήψη ορισμένων τροφών που περιέχουν βιταμίνη D3 ή D2 ή από τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D3, όπως το D3-Gkelin drops.

 

Σύμφωνα με έρευνες που έγιναν στις ΗΠΑ σε νεαρούς Αμερικανούς η διάρκεια έκθεσής τους στον ήλιο δεν τους εξασφαλίζει τα ελάχιστα απαραίτητα επίπεδα βιταμίνης D  (~600 IU/ημερησίως) , ούτε τα επιθυμητά ή ιδανικά (optimal) επίπεδα βιταμίνης D3  [1]. 

 

H πανδημία της έλλειψης βιταμίνης D

Oι ιατρικές συστάσεις της αποφυγής της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία για την πρόληψη του καρκίνου του δέρματος, οι οποίες είναι πλέον αποδεκτές, έρχονται σε σύγκρουση με τις συστάσεις της ανάγκης λογικής έκθεσης, μικρής διάρκειας έκθεσης του γυμνού δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία, με στόχο την αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D3 στο σώμα, που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της υγείας των οστών και των συστημάτων του υπόλοιπου σώματος.

Τα επίπεδα της  βιταμίνης D3 στον ορό υπολογίζονται μετρώντας στο εργαστήριο τα επίπεδα στον ορό του κύριου μεταβολίτη της, ο οποίος είναι η 25 υδρόξυ D3 ή 25(ΗΟ)D3.

 

Η τεκμηριωμένη πλέον άποψη ότι η υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία είναι καρκινογόνος, οδήγησε τους πληθυσμούς του πλανήτη μας, στο να αποφεύγουν τον ήλιο. Αυτός ο περιορισμός όμως συνέβαλε στη δημιουργία πανδημίας έλλειψης βιταμίνης D3 σε άτομα όλων των ηλικιών [2].

 

Εκτός από την αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο, στην πανδημία έλλειψης βιταμίνης D  συμβάλλει και το γεγονός ότι η βιταμίνη D υπάρχει σε πολύ λίγες τροφες (λιπαρά ψάρια, κλπ). Εξάλλου σε όσα τρόφιμα έχει προστεθεί τεχνητά μια ποσότητα βιταμίνη D , η ποσότητα από τις περισσότερες τροφές ή σε όσες τροφές έχει προστεθεί βιταμίνης D αυτή η ποσότητα δεν καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες του σώματος ενός παιδιού και ενός ενήλικα σε βιταμίνη D [3].

 

Η βιταμίνη D συμμετέχει σε πολυάριθμες φυσιολογικές διαδικασίες στο ανθρώπινο σώμα. Οι περισσότεροι ιστοί του σώματος διαθέτουν υποδοχείς για τη βιταμίνη D, ενώ η βιταμίνη D είναι σημαντικός ρυθμιστής της έκφρασης πολλών γονιδίων. Υπολογίζεται ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στη γη έχουν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D [4].

 

Οι συνέπειες της πανδημίας της βιταμίνης D

Τα επαρκή επίπεδα της βιταμίνης D στα παιδιά τα προστατεύουν από το να πάθουν ραχίτιδα. Όμως το θέμα της δράσης της βιταμίνης D δεν τελειώνει με την προστασία των παιδιών μόνο από τη ραχίτιδα. Η ραχίτιδα αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου των προβλημάτων που προκαλούνται από την  έλλειψη της βιταμίνης D στα παιδιά και τους ενήλικες.

Σήμερα  έχει ομόφωνα συμφωνηθεί σε αυξημένο βαθμό ότι, τα φυσιολογικά επίπεδα του κύριου μεταβολίτη της βιταμίνης D3, της 25-υδροξυβιταμίνης D3 ή 25(ΟΗ)D3, πρέπει να κυμαίνονται από τα 30-100ng/ml.

 

Τα επιθυμητά ή ιδανικά επίπεδα της 25(OH)D3, που πρέπει να υπάρχουν στην κυκλοφορία του αίματος για να διατηρείται η υγεία του σώματος πρέπει να είναι περίπου  50-70 ng/ml [18].  

 

Χρησιμοποιώντας την παραπάνω συμφωνία, ως ορισμό , έχει υπολογιστεί μετά από έρευνες ότι,  περίπου τα τρία τέταρτα όλων των ενηλίκων  έχουν χαμηλά επίπεδα  βιταμίνης D3.

Δράση της βιταμίνης D3 στο μυοσκελετικό σύστημα

Κατά την εμβρυική και την παιδική ηλικία  η έλλειψη της βιταμίνης D3 μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση της ανάπτυξης  και σκελετικές παραμορφώσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου στη μετέπειτα ζωή.

 

Η έλλειψη βιταμίνης D3 στους ενηλίκους μπορεί να επιδεινώσει την οστεοπενία, να προκαλέσει οστεομαλακία και μυική αδυναμία, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο πρόκλησης πτώσεων και καταγμάτων.

 

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναγνωριστεί συσχετίσεις μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D3 στον ορό του αίματος και της παρουσίας αυξημένων κινδύνων πρόκλησης μη σκελετικών νοσολογικών οντοτήτων.

 

Το αν όλες αυτές οι συσχετίσεις  σχετίζονται αιτιολογικά με τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D3  αναμένεται να διευκρινιστεί. Ο συνδυασμός των αναλύσεων της επιμετάλλωσης των οστών και της κατάστασης του σώματος σε βιταμίνη D3 έχουν καθιερώσει τα 75nmol/L (30ng/mL) ως τα ελάχιστα επίπεδα  25(ΟΗ)D3 ότι εγγυώνται  τη διατήρηση τουλάχιστον της σκελετικής υγείας [5].

Eξωσκελετική δράση της βιταμίνης D

Η ανακάλυψη ότι, οι πλείστοι ιστοί και κύτταρα του σώματος διαθέτουν υποδοχείς για τη βιταμίνη D και ότι αρκετοί ιστοί διαθέτουν ενζυματικούς μηχανισμούς  μετατροπής της 25 υδρόξυβιταμίνης D3 , που είναι μεταβολίτης της βιταμίνης D3 προς την ενεργή μορφή της 1,25-διυδρόξυβιταμίνη  D3, έχει δώσει νέες προοπτικές για τις δυνατότητες της λειτουργίας και εφαρμογές της βιταμίνης D .

 

Είναι πολύ μεγάλου ενδιαφέροντος ο ρόλος της βιταμίνης D3  στην ελάττωση του κινδύνου πρόκλησης πολλών χρόνιων νόσων, περιλαμβανομένων των καρκίνων, των αυτοάνοσων νοσημάτων, των λοιμωδών νόσων  και της καρδιοκυκλοφορικής νόσου [6].

 

Επιθυμητά ή ιδανικά επίπεδα της  βιταμίνης D στον ορό για τη διατήρηση της υγείας 

Ως σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης D ορίζεται η παρουσία των επιπέδων της 25-υδρόξυβιταμίνης D (25OHD) στον ορό, κάτω από τα ≤ 10ng/mL or ≤ 25nmol/L.

 

Ως έλλειψη της βιταμίνης D3 ορίζεται η παρουσία επιπέδων 25-υδρόξυβιταμίνης D (25OHD) στον ορό, κάτω από τα 20 ng/ml ( 49,·99 nmol/l).

 

Ως ανεπάρκεια της βιταμίνης D3 θεωρείται η συγκέντρωση των 21-29 ng/mL (50-75nmol/l) [7].

 

Ως επάρκεια της βιταμίνης D3 θεωρείται η συγκέντρωση της 25(OH)D 30-100 ng/mL (75-250 nmol/L) και

 

Ωςιδανικά ή επιθυμητά επίππεδα των συγκεντρώσεων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό είναι τα 50-70ng/ml ή 125-175nmol/L . [18]

Σε έρευνα μέτρησης των επιπέδων της 25(ΟΗ) D3 επί 1006 εφήβων από 10 Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εκ των οποίων οι 470 ήσαν αγόρια (46·8%) και ηλικίας  12·5-17·5 ετών βρέθηκε ότι: το 80 % του δείγματος είχε υποκανοικά  ή υποεπιθυμητά επίπεδα (39% είχε ανεπαρκή, το 27% είχε ελλιπή και το 15% είχε σοβαρά ελλιπή επίπεδα.

 

Τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της 25(ΟΗ)D βρέθηκαν αυξημένα με την αύξηση της ηλικίας με τάση ελάττωσης στα άτομα με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος [BMI) [8].

 

Τα επιθυμητά ή ιδανικά επίπεδα (οptional) της βιταμίνης D αμφισβητούνται από μερικούς ερευνητές.  Παρά τούτο υπάρχει μια ευρεία ομοφωνία, ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν και θα έπρεπε να βελτιώνονται σε μερικές πληθυσμιακές ομάδες που υποκρύπτουν κινδύνους ανάπτυξης ορισμένων νοσημάτων ή ήδη πάσχουν από διάφορα χρόνια νοσήματα, που για τη βελτίωση ή τη θεραπεία τους χρειάζονται υψηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα. Παραδείγματος χάριν στα άτομα που πάσχουν από HIV (AIDS) λοίμωξη υπάρχει πολύ μεγάλη επίπτωση έλλειψης και πολύ σοβαρής έλλειψης βιταμίνης D3 [9, 18] .

Για την φυσιολογική διατήρηση της ομοιόστασης των επιπέδων του ασβεστίου του ορού, απαιτείται η παρουσία στο αίμα κανονικών επιπέδων της 1,25(OH)2D3 ή της παραθορμόνης. Επίσης για να επιτευχθεί ή ιδανική απορρόφηση (optimal) του εντερικού ασβεστίου ή να εξασφαλιστεί η οστική πυκνότητα στους ενηλίκους ή τα ηλικιωμένα άτομα, τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D3 θα πρέπει να είναι 20ng/ml ( 49,·99 nmol/l) ή υψηλότερα [10].

 

Ο Rhodes et al, (2010) βρήκαν ότι μετά από έκθεση βραχείας διαρκείας, στο μέσο μιας θερινής ημέρας, του 35% της επιφάνειας του σώματος για 13 λεπτά στη περιοχή του Greater Manchester, UK (53.5 degrees N), επιτυγχάνονται ανεπαρκή επίπεδα 25(OH)D (>/=20 ng/ml).

 

Αυτή η διάρκεια έκθεσης στον ήλιο δεν εξασφαλίζει τα επιθυμητά ή ιδανικά (optimal) για την υγεία του ατόμου επίπεδα της 25(OH)D, που πλέον σήμερα έχουν καθιερωθεί και πρέπει να είναι  (>/=32 ng/ml ή 80 nmol/l) [11].

 

Ο Bischoff-Ferrari HA, et al (2009) έκαναν μετα-αναλύσεις της αποτελεσματικότητας της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D  για την πρόληψη  μη σπονδυλικών και των καταγμάτων του ισχίου σε ηλικιωμένα άτομα  (< ή = των 65 ετών).

 

Περιέλαβαν στη μελέτη τους 12 διπλές τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες για μη σπονδυλικά κατάγματα σε 42.279 άτομα και 8 διπλές τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες για κάταγμα του ισχίου σε 40886 συγκρίνοντας τη λήψη της βιταμίνης D από το στόμα, μαζί με ή χωρίς ασβέστιο, με ασβέστιο ή εικονικό φάρμακο.

Από τη μελέτη αυτή βγήκε το συμπέρασμα ότι η πρόληψη των μη σπονδυλικών καταγμάτων  με τη χορήγηση βιταμίνης D  είναι δοσοεξαρτώμενη και ότι η χορήγηση υψηλότερης δόσης θα πρέπει να περιορίζει  τα κατάγματα  τουλάχιστον  κατά 20% στα άτομα άνω των 65 ετών [12].

 

Οι ίδιοι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι όσο υψηλότερες ήταν οι τιμές της 25(OH)D στον ορό των ασθενών υπήρχε  μεγαλύτερος περιορισμός των πτώσεων και των καταγμάτων.

 

Τα ευνοϊκότερα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στα άτομα που είχαν πάρει τις υψηλότερες δόσεις της βιταμίνης D 700 έως 1000 IU ημερησίως ή είχαν  επίπεδα της  25(OH)D στον ορό μεταξύ των  75 και 110 nmol/l (30-44 ng/ml).

Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω η πρόληψη των καταγμάτων με τη βιταμίνη D  εξαρταται από τη δόση της χορηγούμενης δόσης της βιταμίνης D. Μια υψηλότερη δόση μπορεί να περιορίσει κατά 20% τα κατάγματα στα άτομα άνω των 65 ετών.

 

Η χορήγηση 400ΙU ημερησίως  μονάδων  βιταμίνης  D3 ημερησίως από το στόμα  δεν επαρκεί  για την πρόληψη των καταγμάτων σε υπερήλικες [13].

Οι υπάρχουσες μελέτες επίμονα δείχνουν ότι τα επίπεδα της 25(OH)D κάτω των  20-25ng/mL σχετίζονται με έναν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιοκυκλοφορικής νόσου με αυξημένη θνησιμότητα[14].

 

Η έρευνα προοπτικών μαζικών ερευνών που αφορούσαν την καρδιοκυκλοφορική υγεία και την πρόληψη του ορθοκολικού καρκίνου έδειξε τη δημιουργία αυξημένου οφέλους, όταν υπήρχαν υψηλότερα επίπεδα της  25(OH)D (μέσες τιμές μεταξύ 21-29 ng/mL ή 75 -110 nmol/l).

 

Σε 25 διπλές τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες, τα μέσα επίπεδα ασβεστίου του ορού δεν είχαν σχέση με τη λήψη από το στόμα βιταμίνης D μέχρι 100.000 ΙU ημερησίως ή επίπεδα  25(OH)D μέχρι τα  643 nmol/l.

 

Μέσα επίπεδα 25(OH)D  από 21-29 ng/mL ή 52 - 72  nmol/l επιτεύχτηκαν στις πλείστες διπλές τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες  με δόση  1,800 έως  4,000 IU βιταμίνης D  ημερησίως , αντιστοίχως, χωρίς κανένα κίνδυνο .

 

Γιατί το ελάχιστο επιθυμητό επίπεδο συγκέντρωσης της 25-υδροξυβιταμίνης πρέπει να είναι τα 75 nmol/L (30 ng/ml). 

Το Ινστιτούτο της Ιατρικής των ΗΠΑ [Institutes of Medicine (IOM)] προσφάτως αναθεώρησε τη συνιστώμενη διατροφική ποσότητα  [allowances (RDA)] για τη βιταμίνη D, για τη διατήρηση των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D  (25(OH)D) στα  50 nmol/L ή και παραπάνω για τη διατήρηση της οστικής πυκνότητας, την απορρόφηση του ασβεστίου και την ελαχιστοποίηση της οστεομαλακίας και της ραχίτιδας. 

 

Παρά τούτο υπάρχουν ακαταμάχητοι λόγοι  που στηρίζουν την άποψη ότι τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D θα ήταν προτιμότερο να υπερέβαιναν τα 75 nmol/L: 

 

(A) Ο εξονυχιστικός λεπτομερής έλεγχος  των πραγματικών δεδομένων για την  25(OH)D , που αφορούσαν την οστική πυκνότητα και την οστεομαλακία δείχνουν ότι την επιθυμητή ελάχιστη συγκέντρωση των επιπέδων της 25(OH)D να είναι τα  75 nmol/L (30 ng/mL). 

 

(B) Οι άνθρωποι ανήκουν στα πρωτεύοντα, που εξελίχτηκαν αναπτύσσοντας την ικανότητα τους να κατοικούν και σε τροπικά γεωγραφικά πλάτη με συγκεντρώσεις της 25(OH)D  στον ορό, άνω των 100 nmol/L. 

 

(Γ) Οι επιδημιολογικές συσχετίσεις δείχνουν ότι τα οφέλη για την υγεία προκύπτουν όταν οι συγκεντρώσεις των επιπέδων της  25(OH)D ξεπερνούν τα  70 nmol/L. Στα οφέλη αυτά περιλαμβάνονται οι λιγότερες πτώσεις, καλύτερη πρόσφυση των δοντιών, λιγότερο καρκίνο του παχέος εντέρου, βελτίωση της κατάθλιψης και του καλώς έχειν. 

 

Μερικές μελέτες πληθυσμών σε υψηλά πλάτη σχετίζουν τα υψηλότερα επίπεδα συγκεντρώσεων  της  25(OH)D με αύξηση του κινδύνου πρόκλησης καρκίνου του προστάτη ή θνησιμότητα. Αυτές οι συσχετίσεις αποδίδονται στις δυναμικές διακυμάνσεις  της  25(OH)D ειδικά στα υψηλά γεωγραφικά πλάτη. Οι οποίες μπορεί να διορθωθούν διατηρώντας την  25(OH)D σε σταθερά υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια όλου του έτους, με τον τρόπο που επιτυγχάνεται αυτό στους τροπικούς.

 

(Δ) Υπάρχουν σήμερα πολλές κλινικές έρευνες που δείχνουν τα οφέλη και την απουσία παρενεργειών  με δόσεις της βιταμίνης D που ανεβάζουν τα επίπεδα των συγκεντρώσεων της 25(OH)D  πέραν των  75 nmol/L.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τις τεκμηριωμένες υπάρχουσες απόψεις  είναι πολύ απίθανο να αλλάξει το τελικό συμπέρασμα από τις περαιτέρω έρευνες ότι, ο κίνδυνος νόσησης  με επίπεδα συγκεντρώσεων της 25(OH)D υψηλότερα των   75 nmol/L  είναι χαμηλότερος από τον κίνδυνο νόσησης, αν τα επίπεδα συγκεντρώσεων της 25(OH)D  είναι περίπου  53 nmol/L. [15].

 

Συμπερασματικά: τα επιθυμητά ή ιδανικά επίππεδα των συγκεντρώσεων της 25-υδροξυβιταμίνης D3 στον ορό είναι τα 50-70ng/ml ή 125-175nmol/L. [18].

 Η λογική διάρκεια έκθεσης στον ήλιο μαζί με τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 από το στόμα, καθημερινά, σε δόση  4000 IU/ημερησίως για τους ενηλίκους και σε δόση των 1000-4000 IU/ημερησίως, ανάλογα με την ηλικία,  για τα παιδιά  [Βλέπε δοσολογικό πίνακα για όλες τις ηλικίες] αποτελεί μια στοιχειώδη ενέργεια διατήρησης και  μεγιστοποίησης της υγείας [17].

 

H βιταμίνη D3 κυκλοφορεί υπό μορφή δισκίων, καψουλών και διαλυμάτων αμφίβολης απορροφητικότητας και ποιότητας βιταμίνης D3. H συνθετική βιταμίνη D3 είναι πτωχής ποιότητας και απορροφητικότητας, σε αντίθεση με τη φυσική βιταμίνης D3, η οποία είναι ακριβότερη, πλέον απορροφίσιμη από το έντερο, αυξάνοντας γρήγορα τα επίπεδα της βιταμίνης D3 στο σώμα.

Το συμπλήρωμα διατροφής που περιέχει φυσική και οχι συνθετική βιταμίνη D3, η οποία φέρεται μέσα σε βιολογικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, χωρίς χημικά συντηρητικά, D3-Gkelin dropsπεριέχει 1000 ΙU σε κάθε σταγόνα του.

 

Συνεπώς 4 σταγόνες D3-Gkelin ημερησίως για τους ενήλικες και 1-4 σταγόνες στα παιδιά, ανάλογα με την ηλικία τους, όταν λαμβάνονται από το στόμα, μια φορά την ημέρα, κάθε μέρα, μετά το κύριο γεύμα, εξασφαλίζουν τα ιδανικά ή επιθυμητά επίπεδα συγκεντρώσεων 25(ΟΗ)D3 στον ορό.

Το ελαιόλαδο του D3 Gkelin drops διευκολύνει την απορρόφηση της βιταμίνης D3 από το έντερο, δεδομένου ότι η βιταμίνη D3 είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη.

 alt

Βιβλιογραφία

1. Godar DE, Pope SJ, Grant WB, Holick MF. Solar UV Doses of Young Americans and Vitamin D3 Production. Environ Health Perspect. 2011 Aug 18.

2. Lama T A. Vitamin D deficiency: a world pandemic?. Rev Med Chil. 2009 Jul;137(7):990

3. Holick MF, Chen TC. Vitamin D deficiency: a worldwide problem with health consequences. Am J Clin Nutr. 2008 Apr;87(4):1080S-6S.

4. Temmerman JC. Vitamin d and cardiovascular disease. J Am Coll Nutr. 2011 Jun;30(3):167-70.

5. von Domarus C, Brown J, Barvencik F, Amling M, Pogoda P. How Much Vitamin D Do We Need for Skeletal Health? Clin Orthop Relat Res. 2011 Mar 30. [Epub ahead of print]

6. Szabó A. Skeletal and extra-skeletal consequences of vitamin D deficiency. Orv Hetil. 2011 Aug 14;152(33):1312-9.

7. Holick MF. Vitamin D: a D-Lightful health perspective. Nutr Rev. 2008 Oct;66(10 Suppl 2):S182-94.

8. González-Gross M, Valtueña J, Breidenassel C, Moreno LA, Ferrari M, Kersting M, De Henauw S, Gottrand F, Azzini E, Widhalm K, Kafatos A, Manios Y, Stehle P. Vitamin D status among adolescents in Europe: the Healthy Lifestyle in Europe by Nutrition in Adolescence study. Br J Nutr. 2011 Aug 17:1-10.

9. Crutchley RD, Gathe JC, Mayberry C, Trieu A, Abughosh S, Garey K. Risk Factors for Vitamin D Deficiency in HIV-Infected Patients in the South Central United States. AIDS Res Hum Retroviruses. 2011 Aug 31. [Epub ahead of print]

10. Bouillon R. Why modest but widespread improvement of the vitamin D status is the best strategy? Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2011 Aug;25(4):693-702.

11. Rhodes LE, Webb AR, Fraser HI, Kift R, Durkin MT, Allan D, O'Brien SJ, Vail A, Berry JL. Recommended Summer Sunlight Exposure Levels Can Produce Sufficient (>/=20 ng ml(-1)) but Not the Proposed Optimal (>/=32 ng ml(-1)) 25(OH)D Levels at UK Latitudes. J Invest Dermatol. 2010 Jan 14.

12. Bischoff-Ferrari HA, Willett WC, Wong JB, Stuck AE, Staehelin HB, Orav EJ, Thoma A, Kiel DP, Henschkowski J. Prevention of nonvertebral fractures with oral vitamin D and dose dependency: a meta-analysis of randomized controlled trials. Arch Intern Med. 2009 Mar 23;169(6):551-61.

13. Bischoff-Ferrari HA, Willett WC, Wong JB, Giovannucci E, Dietrich T, Dawson-Hughes B. Fracture prevention with vitamin D supplementation: a meta-analysis of randomized controlled trials. JAMA. 2005 May 11;293(18):2257-64.

14. Leu M, Giovannucci E. Vitamin D: Epidemiology of cardiovascular risks and events. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2011 Aug;25(4):633-46.

15. Vieth R. Why the minimum desirable serum 25-hydroxyvitamin D level should be 75 nmol/L (30 ng/ml). Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2011 Aug;25(4):681-91.

16. Binkley N, Ramamurthy R, Krueger D. Low vitamin D status: definition, prevalence, consequences, and correction. Endocrinol Metab Clin North Am. 2010 Jun;39(2):287-301, table of contents.

17. Holick MF. Vitamin D: A D-Lightful Solution for Health. J Investig Med. 2011 Mar 16.

18. Gröber U1, Reichrath J2, Holick MF3. Live longer with vitamin D? Nutrients. 2015 Mar 12;7(3):1871-80. doi: 10.3390/nu7031871. 


Τελευταία Ενημέρωση (Πέμπτη, 13 Μάιος 2021 19:36)

 
Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.